Перевод: с греческого на немецкий

с немецкого на греческий

ἐκ τῆς Μήλου

См. также в других словарях:

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Μήλου — Το Αρχαιολογικό Μουσείο Μήλου στεγάζεται σε ένα νεοκλασικό κτίριο, έργο του Ερνέστου Τσίλερ, στην Πλάκα της Μήλου. Η συλλογή του, που εγκαινιάστηκε το 1985, περιλαμβάνει αρχαιότητες που χρονολογούνται από τα προϊστορικά έως τα ρωμαϊκά χρόνια. Στο …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εκκλησιαστικό Μήλου — Το Εκκλησιαστικό Μουσείο της Μήλου στεγάζεται στον ένα από τους δύο παλαιότερους ναούς του νησιού, στην εν λειτουργία εκκλησία της Αγίας Τριάδας, που βρίσκεται πολύ κοντά στην παραλία του Αδάμαντα. Αυτό το πολύ ενδιαφέρον αρχιτεκτονικό μνημείο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Μεταλλευτικό Μήλου — Στη Μήλο, το όμορφο νησί των Κυκλάδων, σε ένα νεόδμητο λιτό κτίριο στον Αδάμαντα, λειτουργεί από το 1998 ένα μικρό μουσείο που παρουσιάζει την πλούσια μεταλλευτική και γεωλογική ιστορία του νησιού και τη συμβολή τους στην οικονομία του. Χτίστηκε… …   Dictionary of Greek

  • Κυκλάδες — Νησιωτικό σύμπλεγμα και νομός (2.572 τ. χλμ., 112.615 κάτ.) της περιφέρειας Νοτίου Αιγαίου, με πρωτεύουσα την Ερμούπολη (11.799 κάτ.). Οι Κ. καταλαμβάνουν το κεντρικό και νότιο τμήμα του Αιγαίου πελάγους. Εκτείνονται με κατεύθυνση ΒΔ προς ΝΑ και… …   Dictionary of Greek

  • μηλός — I Νησί (150,6 τ. χλμ., 4.771 κάτ.) του Αιγαίου πελάγους, το νοτιοδυτικότερο στο νησιωτικό σύμπλεγμα των Κυκλάδων. Πρωτεύουσα του νησιού είναι ο ομώνυμος οικισμός (υψόμ. 200 μ., 792 κάτ.). Διοικητικά το νησί αποτελεί δήμο του νομού Κυκλάδων. Νησί… …   Dictionary of Greek

  • κλήμα — Ονομασία έντεκα οικισμών. 1. Ορεινός οικισμός (υψόμ. 600 μ., 23 κάτ.) στην πρώην επαρχία Μεσολογγίου του νομού Αιτωλοακαρνανίας. Βρίσκεται στο νότιο τμήμα του νομού, στις ανατολικές πλαγιές του όρους Αράκυνθος. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Εθνικό Αρχαιολογικό (Αθηνών) — Το κτίριο της οδού Πατησίων 44 που στεγάζει το μεγαλύτερο μουσείο της χώρας άρχισε να χτίζεται το 1866, υπό την επίβλεψη του αρχιτέκτονα Παναγή Κάλκου, σε σχέδια του Ludwig Lange. Η αποπεράτωση της πρώτης οικοδομικής φάσης, με ορισμένες… …   Dictionary of Greek

  • Φυλακωπή — Παράλιος οικισμός (υψόμ. 10 μ.), στην πρώην επαρχία Μήλου, του νομού Κυκλάδων. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Μήλου. Oφείλει την ονομασία της στην αρχαία πόλη της Μήλου που βρισκόταν στην τοποθεσία της. Οι ανασκαφές της Αγγλικής Αρχαιολογικής… …   Dictionary of Greek

  • Ελλάδα - Τέχνη (Αρχαιότητα) — ΑΡΧΑΙΑ ΕΛΛΗΝΙΚΗ ΤΕΧΝΗ Η απαρχή της αρχαίας ελληνικής τέχνης τοποθετείται συνήθως περί το 1100 π.Χ., μετά την κάθοδο των Δωριέων. Μετά την αποκρυπτογράφηση της Γραμμικής Β’ και την ανάγνωση των πινακίδων των ανακτόρων της Πύλου, των Μυκηνών, των… …   Dictionary of Greek

  • Μουσείο, Αρχαιολογικό Πάρου — Στο Αρχαιολογικό Μουσείο της Πάρου εκτίθενται μερικά από τα σημαντικότερα και ομορφότερα δείγματα τέχνης που άνθησε στις Κυκλάδες και έφτασε στο απόγειό της τον 6ο και 5ο αι. π.Χ. Αν και αποτελείται μόνο από τρεις αίθουσες και μια αυλή, είναι… …   Dictionary of Greek

  • κούρος — Μαρμάρινο αναθηματικό ή επιτύμβιο άγαλμα της μνημειακής ελληνικής αρχαϊκής πλαστικής, που απεικονίζει νέους σε όρθιο γυμνό. Ο εικαστικός τύπος του κ., εμπνευσμένος από αιγυπτιακά πρότυπα, εμφανίζεται όρθιος, μετωπικός, με φαρδείς ώμους, λεπτή… …   Dictionary of Greek

Поделиться ссылкой на выделенное

Прямая ссылка:
Нажмите правой клавишей мыши и выберите «Копировать ссылку»